Οι στίχοι συνοδεύουν όσο καλύτερα γίνεται τις πανέμορφες εικόνες σου και αναδεικνύουν την απεραντοσύνη τόσο του ουρανού όσο και της θάλασσας! Καλό Σαββατοκύριακο!
''πάντα υπάρχει ένα φεγγάρι για τη σκοτεινή θάλασσα που κατοικούμε'' 15.8.14 Ποδονίφτης
...ένα χρυσό λυχνάρι σχηματίζεται με το φως του φεγγαριού πάνω στη θάλασσα...
Παραμύθι: Το λυχνάρι της Αγράμπελης
α'μέρος: Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μία κοπέλα που την έλεγαν Αγράμπελη. Ζούσε σε ένα στάβλο και φρόντιζε τα ζώα μίας αγροτικής οικογένειας. Στο χωριό τη θεωρούσαν τρελή γιατί δεν ήθελε να κοιμάται σε κρεβάτι, μα στα άχυρα, δίπλα στα ζώα. Μα πιο πολύ δεν ήθελε να μιλάει. Η φωνή της δεν ακουγόταν. Ήταν χαμογελαστή, εργατική, φιλότιμη, μα δεν της άρεσε καθόλου να μιλάει. Αντίθετα, όσες φορές κάποιοι άνθρωποι άκουγαν τη φωνή της ήταν επειδή η Αγράμπελη μίλαγε με τα ζώα! Αυτός ήταν και ο βασικός λόγος που στο χωριό γέλαγαν μαζί της. Μα την Αγράμπελη δεν την ένοιαζε καθόλου η κρίση των άλλων μα η δική της και συνέχιζε ήρεμα την απλή ζωή της. Μια μέρα η Αγράμπελη βούρτσιζε την πλάτη του Σοφοκλή. Ο Σοφοκλής ήταν ένα όμορφο σκούρο καφέ άλογο, με ένα τεράστιο άσπρο σημάδι κατά μήκος της μουσούδας του. -Το σημάδι σου μοιάζει με πανέμορφο κρίνο Σοφοκλή! Είπε χαδιάρικα η Αγράμπελη καθώς τον βούρτσιζε και ο Σοφοκλής από τη χαρά του χτύπησε δυνατά το μπροστινό δεξί πόδι στο έδαφος. Τότε η Αγράμπελη παρατήρησε κάτι παράξενο. Πολλά άχυρα τινάχτηκαν και ακούστηκε ένας μεταλλικός ήχος. Έσκυψε και είδε ένα στρογγυλό σκουριασμένο χερούλι και μία μικρή μαρμάρινη πλάκα. Όσο κι αν προσπαθούσε να σηκώσει την πλάκα δεν μπορούσε. Σκέφτηκε, λοιπόν, κάτι έξυπνο! Πέρασε ένα σχοινί από το στρογγυλό μεταλλικό πολυκαιρισμένο χερούλι και μετά έδεσε το σχοινί στο πίσω αριστερό πόδι του Σοφοκλή. -Άντε Σοφοκλή μου! Τράβα δυνατά να ανοίξει το καπάκι! Έλα Σοφοκλή μου! Και ο Σοφοκλής που αγαπούσε πολύ την Αγράμπελη της έκανε το χατήρι και με μία μόνο κίνηση στο πόδι του η πλάκα άνοιξε! Σιγή στο στάβλο! Όλα τα ζώα κοίταζαν την Αγράμπελη που κράταγε στα χέρια της ένα πολύ παλιό λυχνάρι. -Δείτε ζωάκια μου! Μέσα στη μικρή κρυψώνα υπήρχε αυτό λυχνάρι! Μυρίζει παράξενα, σαν όστρακο, σαν... σαν θάλασσα...
Η Αγράμπελη έβαλε τη μύτη της κοντά στο στόμιο του λυχναριού και προσπάθησε να μυρίσει καλύτερα μα τότε συνέβη κάτι πολύ παράξενο: ακούστηκε ένα βροντερό ''αψου'' και ένα σύννεφο σκόνης πετάχτηκε από το στόμιο. Η Αγράμπελη απόρησε. ''Ποιος φταρνίστηκε;'' Ρώτησε με απαλή φωνή. Και τότε ένα μεγάλο γαλάζιο σύννεφο βγήκε από το λυχνάρι και απλώθηκε στο στάβλο! ''Αιώνες είχα να μυρίσω σκόρδο! Εσύ μικρή μου έφαγες σκόρδο; Μπράβο! Το σκόρδο διώχνει τα μικρόβια, είναι το αντιβιοτικό της φύσης, μα φέρνει υπόταση, αν είσαι υποτασική να μη το τρως συχνά γιατί θα έχεις υπνηλίες μικρή μου!" Η Αγράμπελη και τα ζώα κοιτούσαν σαστισμένα το όμορφο σύννεφο που μιλούσε. - Είμαι το Πνεύμα του λυχναριού! Πως σε λένε μικρή μου; Ρώτησε το σύννεφο και η Αγράμπελη σηκώθηκε όρθια κρατώντας το λυχνάρι. -Εσύ να μου πεις πως με λένε! Εσύ είσαι το πνεύμα του λυχναριού, έχω διαβάσει ότι τα γνωρίζετε όλα! -Βλέπω κάνουμε Πνεύμα στο Πνεύμα μικρή μου! Είπε το Πνεύμα του λυχναριού στην Αγράμπελη, με φωνή που έμοιαζε με άγγιγμα κύματος στην αμμουδιά. -Τι θέλεις; Δεν σε καταλαβαίνω. -Ε, όχι και τι θέλω! Εσύ έχωσες τη μύτη σου μικρή μου, εγώ μια χαρά ηρεμούσα! Τι ζήτησα ο έρμος, να ξεκουραστώ λίγους αιώνες και να σου πάλι επί το έργο! Και ξύπνησα και από άρωμα σκόρδου! Πάει ο ρομαντισμός! Πάει! Αχ! -Ε, δε το ήξερα να έχω φάει ορτανσίες για μεσημεριανό! Ποιος είσαι; Τι ζητάς; -Εσύ που έχεις διαβάσει για τα λυχνάρια να μου πεις! Εσύ μικρή πολύξερη! Το πνεύμα άρχισε να γελάει ζεστά και παιχνιδιάρικα και η Αγράμπελη θύμωσε πολύ. Αποφάσισε να βάλει το λυχνάρι μέσα στην κρυψώνα και να απαλλαγεί από την παρουσία του πνεύματος. Μα όσο κι αν προσπαθούσε το λυχνάρι δεν έμπαινε. -Η μικρή Αγράμπελη με βάζει στη θέση μου! Με βάζει στη θέση μου!!! Μπράβο Αγράμπελη, με έβαλες στη θέση μου! Με έβαλες στη θέση μου! Το Πνεύμα συνέχισε να κάνει κέφι μαζί της. -Α! Να που γνωρίζεις το όνομα μου! Είχα δίκιο! Εσένα πως σε λένε; -Ναι είχες, τα γνωρίζω όλα! Είμαι ο Καλοσυνάτος, το Πνεύμα του λυχναριού. -Και πως βρέθηκες εδώ; -Μεγάλη ιστορία! Σε καράβια ήμουν, έχω ταξιδέψει πάρα πολύ! Πάρα πολύ! -Κι εγώ θα ήθελα να ταξιδέψω! Είσαι πολύ τυχερός που έχεις ταξιδέψει τον κόσμο! -Α, μικρή Αγράμπελη, αυτό είναι εύκολο! Έχεις τρεις ευχές. Ως πνεύμα καλό που είμαι εκπληρώνω τρεις ευχές! Αφού ονειρεύεσαι ταξίδια μπορώ να στα χαρίσω και ότι άλλο θέλεις!
Η Αγράμπελη κάθισε κάτω σκεφτική, ακούμπησε την πλάτη σε μία στιβάδα σανού και άπλωσε τα πόδια της. -Γιατί κατσούφιασες; -Μου αρέσουν πολλά πράγματα, μα να τα κατακτώ με την αξία μου! Και όσα όνειρα τα επιθυμώ αληθινά θα έρθουν! -Μα τις Χίλιες θάλασσες! Μα τα στρείδια και τα μύδια! Μα τα φύκια και τις μεταξωτές κορδέλες των ωκεανών!!! Τι ακούω; Τι ακούω; Μα ο Αλαντίν έφτιαξε τη ζωή του με τον συνάδελφο του λυχναριού. Έγινε ξακουστός! Ακόμη μιλάνε γι΄αυτόν και τις περιπέτειες του κι εσύ δε θέλεις τις τρεις ευχές σου; -Θέλω να ακολουθήσω το δρόμο μου και να κατακτήσω βήμα βήμα τα όνειρα μου! -Είσαι τρελή; Ο Καλοσυνάτος ήθελε να δει την αντίδραση της Αγράμπελης στην ερώτηση. -Είναι τρελός όποιος ακολουθεί το μονοπάτι που δεν πάει το πλήθος; -Ω... όχι, όχι... είσαι αυτό που περίμενα αιώνες τώρα! Ένα ελεύθερο πνεύμα!!! Η Αγράμπελη γέλασε και ο Καλοσυνάτος πέταξε παιχνιδιάρικα μέσα στο στάβλο. Τα ζώα διασκέδαζαν με τα σκέρτσα του. -Λοιπόν, σε λίγο θα επιστρέψω στο λυχνάρι μου. Μη με βάλεις στην κρυψώνα. Θα με πας σε ένα καράβι. Θα με δώσεις δώρο στον καπετάνιο. Η θέση μου είναι στο άρωμα της θάλασσας. Εντάξει μικρή Αγράμπελη; -Εντάξει! Να που θα σου εκπληρώσω εγώ τελικά μία ευχή!
Όλα τα ζώα γέλασαν δυνατά και ο Καλοσυνάτος πήρε την Αγράμπελη και την ανέβασε στον αέρα για να την ευχαριστήσει!
Η Αγράμπελη σκούπισε με σόδα και νερό το λυχνάρι για να το καθαρίσει και πήρε τον Σοφοκλή παρέα για να πάνε στο λιμάνι. Εκεί βρήκε ένα μεγάλο πλοίο που φόρτωνε ζωοτροφές για μία πολιτεία. Είδε τον Καπετάνιο και τον πλησίασε. -Σας παρακαλώ, πάρτε στο καράβι σας αυτό το λυχνάρι. Ανήκει στα πλοία! Ο Καπετάνιος όταν είδε τα μάτια της Αγράμπελης την ερωτεύθηκε κεραυνοβόλα και δεν ήθελε να τη χάσει! Το πλοίο του όμως θα έφευγε σε λίγες μέρες. -Κι εσύ που ανήκεις; Τη ρώτησε. -Στα όνειρα μου! -Άμα τα όνειρα σου έχουν ταξίδια τότε έλα μαζί μου! Γίνε γυναίκα μου!
Η Αγράμπελη δέχθηκε με χαρά. Ο Σοφοκλής ήταν το γαμήλιο δώρο της αγροτικής οικογένειας στην Αγράμπελη γιατί ήξεραν πόσο πολύ τον αγαπούσε. Στο πλοίο ο Σοφοκλής είχε άφθονο φαγητό, ο Καλοσυνάτος έριχνε ύπνους τρικούβερτους στο λυχνάρι του και η Αγράμπελη με τον Καπετάνιο της, ατένιζαν τον ωκεανό της αμοιβαίας αγάπης τους!
Οι φωτογραφιες σας ειναι παντα πανεμορφες!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίναι τόσο όμορφο που μου το λέτε...Ευχαριστώ!
ΔιαγραφήΚαλημέρα! Ομορφιές καλοκαιρινές.. :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε φιλώ πολύ. Ευχαριστώ :)
ΔιαγραφήΟι στίχοι συνοδεύουν όσο καλύτερα γίνεται τις πανέμορφες εικόνες σου και αναδεικνύουν την απεραντοσύνη τόσο του ουρανού όσο και της θάλασσας!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλό Σαββατοκύριακο!
Ευχαριστώ Στράτο μου,ευχαριστώ πολύ :)
Διαγραφή''πάντα υπάρχει ένα φεγγάρι
ΑπάντησηΔιαγραφήγια τη σκοτεινή θάλασσα που κατοικούμε''
15.8.14
Ποδονίφτης
...ένα χρυσό λυχνάρι σχηματίζεται με το φως του φεγγαριού πάνω στη θάλασσα...
Παραμύθι: Το λυχνάρι της Αγράμπελης
α'μέρος:
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μία κοπέλα που την έλεγαν Αγράμπελη. Ζούσε σε ένα στάβλο και φρόντιζε τα ζώα μίας αγροτικής οικογένειας. Στο χωριό τη θεωρούσαν τρελή γιατί δεν ήθελε να κοιμάται σε κρεβάτι, μα στα άχυρα, δίπλα στα ζώα. Μα πιο πολύ δεν ήθελε να μιλάει. Η φωνή της δεν ακουγόταν. Ήταν χαμογελαστή, εργατική, φιλότιμη, μα δεν της άρεσε καθόλου να μιλάει. Αντίθετα, όσες φορές κάποιοι άνθρωποι άκουγαν τη φωνή της ήταν επειδή η Αγράμπελη μίλαγε με τα ζώα! Αυτός ήταν και ο βασικός λόγος που στο χωριό γέλαγαν μαζί της. Μα την Αγράμπελη δεν την ένοιαζε καθόλου η κρίση των άλλων μα η δική της και συνέχιζε ήρεμα την απλή ζωή της.
Μια μέρα η Αγράμπελη βούρτσιζε την πλάτη του Σοφοκλή. Ο Σοφοκλής ήταν ένα όμορφο σκούρο καφέ άλογο, με ένα τεράστιο άσπρο σημάδι κατά μήκος της μουσούδας του.
-Το σημάδι σου μοιάζει με πανέμορφο κρίνο Σοφοκλή!
Είπε χαδιάρικα η Αγράμπελη καθώς τον βούρτσιζε και ο Σοφοκλής από τη χαρά του χτύπησε δυνατά το μπροστινό δεξί πόδι στο έδαφος.
Τότε η Αγράμπελη παρατήρησε κάτι παράξενο. Πολλά άχυρα τινάχτηκαν και ακούστηκε ένας μεταλλικός ήχος. Έσκυψε και είδε ένα στρογγυλό σκουριασμένο χερούλι και μία μικρή μαρμάρινη πλάκα. Όσο κι αν προσπαθούσε να σηκώσει την πλάκα δεν μπορούσε. Σκέφτηκε, λοιπόν, κάτι έξυπνο! Πέρασε ένα σχοινί από το στρογγυλό μεταλλικό πολυκαιρισμένο χερούλι και μετά έδεσε το σχοινί στο πίσω αριστερό πόδι του Σοφοκλή.
-Άντε Σοφοκλή μου! Τράβα δυνατά να ανοίξει το καπάκι! Έλα Σοφοκλή μου!
Και ο Σοφοκλής που αγαπούσε πολύ την Αγράμπελη της έκανε το χατήρι και με μία μόνο κίνηση στο πόδι του η πλάκα άνοιξε! Σιγή στο στάβλο! Όλα τα ζώα κοίταζαν την Αγράμπελη που κράταγε στα χέρια της ένα πολύ παλιό λυχνάρι.
-Δείτε ζωάκια μου! Μέσα στη μικρή κρυψώνα υπήρχε αυτό λυχνάρι! Μυρίζει παράξενα, σαν όστρακο, σαν... σαν θάλασσα...
β'μέρος
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ Αγράμπελη έβαλε τη μύτη της κοντά στο στόμιο του λυχναριού και προσπάθησε να μυρίσει καλύτερα μα τότε συνέβη κάτι πολύ παράξενο: ακούστηκε ένα βροντερό ''αψου'' και ένα σύννεφο σκόνης πετάχτηκε από το στόμιο. Η Αγράμπελη απόρησε. ''Ποιος φταρνίστηκε;''
Ρώτησε με απαλή φωνή.
Και τότε ένα μεγάλο γαλάζιο σύννεφο βγήκε από το λυχνάρι και απλώθηκε στο στάβλο!
''Αιώνες είχα να μυρίσω σκόρδο! Εσύ μικρή μου έφαγες σκόρδο; Μπράβο! Το σκόρδο διώχνει τα μικρόβια, είναι το αντιβιοτικό της φύσης, μα φέρνει υπόταση, αν είσαι υποτασική να μη το τρως συχνά γιατί θα έχεις υπνηλίες μικρή μου!"
Η Αγράμπελη και τα ζώα κοιτούσαν σαστισμένα το όμορφο σύννεφο που μιλούσε.
- Είμαι το Πνεύμα του λυχναριού! Πως σε λένε μικρή μου;
Ρώτησε το σύννεφο και η Αγράμπελη σηκώθηκε όρθια κρατώντας το λυχνάρι.
-Εσύ να μου πεις πως με λένε! Εσύ είσαι το πνεύμα του λυχναριού, έχω διαβάσει ότι τα γνωρίζετε όλα!
-Βλέπω κάνουμε Πνεύμα στο Πνεύμα μικρή μου!
Είπε το Πνεύμα του λυχναριού στην Αγράμπελη, με φωνή που έμοιαζε με άγγιγμα κύματος στην αμμουδιά.
-Τι θέλεις; Δεν σε καταλαβαίνω.
-Ε, όχι και τι θέλω! Εσύ έχωσες τη μύτη σου μικρή μου, εγώ μια χαρά ηρεμούσα! Τι ζήτησα ο έρμος, να ξεκουραστώ λίγους αιώνες και να σου πάλι επί το έργο! Και ξύπνησα και από άρωμα σκόρδου! Πάει ο ρομαντισμός! Πάει! Αχ!
-Ε, δε το ήξερα να έχω φάει ορτανσίες για μεσημεριανό! Ποιος είσαι; Τι ζητάς;
-Εσύ που έχεις διαβάσει για τα λυχνάρια να μου πεις! Εσύ μικρή πολύξερη!
Το πνεύμα άρχισε να γελάει ζεστά και παιχνιδιάρικα και η Αγράμπελη θύμωσε πολύ. Αποφάσισε να βάλει το λυχνάρι μέσα στην κρυψώνα και να απαλλαγεί από την παρουσία του πνεύματος. Μα όσο κι αν προσπαθούσε το λυχνάρι δεν έμπαινε.
-Η μικρή Αγράμπελη με βάζει στη θέση μου! Με βάζει στη θέση μου!!! Μπράβο Αγράμπελη, με έβαλες στη θέση μου! Με έβαλες στη θέση μου!
Το Πνεύμα συνέχισε να κάνει κέφι μαζί της.
-Α! Να που γνωρίζεις το όνομα μου! Είχα δίκιο! Εσένα πως σε λένε;
-Ναι είχες, τα γνωρίζω όλα! Είμαι ο Καλοσυνάτος, το Πνεύμα του λυχναριού.
-Και πως βρέθηκες εδώ;
-Μεγάλη ιστορία! Σε καράβια ήμουν, έχω ταξιδέψει πάρα πολύ! Πάρα πολύ!
-Κι εγώ θα ήθελα να ταξιδέψω! Είσαι πολύ τυχερός που έχεις ταξιδέψει τον κόσμο!
-Α, μικρή Αγράμπελη, αυτό είναι εύκολο! Έχεις τρεις ευχές. Ως πνεύμα καλό που είμαι εκπληρώνω τρεις ευχές! Αφού ονειρεύεσαι ταξίδια μπορώ να στα χαρίσω και ότι άλλο θέλεις!
γ' μέρος
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ Αγράμπελη κάθισε κάτω σκεφτική, ακούμπησε την πλάτη σε μία στιβάδα σανού και άπλωσε τα πόδια της.
-Γιατί κατσούφιασες;
-Μου αρέσουν πολλά πράγματα, μα να τα κατακτώ με την αξία μου! Και όσα όνειρα τα επιθυμώ αληθινά θα έρθουν!
-Μα τις Χίλιες θάλασσες! Μα τα στρείδια και τα μύδια! Μα τα φύκια και τις μεταξωτές κορδέλες των ωκεανών!!! Τι ακούω; Τι ακούω; Μα ο Αλαντίν έφτιαξε τη ζωή του με τον συνάδελφο του λυχναριού. Έγινε ξακουστός! Ακόμη μιλάνε γι΄αυτόν και τις περιπέτειες του κι εσύ δε θέλεις τις τρεις ευχές σου;
-Θέλω να ακολουθήσω το δρόμο μου και να κατακτήσω βήμα βήμα τα όνειρα μου!
-Είσαι τρελή;
Ο Καλοσυνάτος ήθελε να δει την αντίδραση της Αγράμπελης στην ερώτηση.
-Είναι τρελός όποιος ακολουθεί το μονοπάτι που δεν πάει το πλήθος;
-Ω... όχι, όχι... είσαι αυτό που περίμενα αιώνες τώρα! Ένα ελεύθερο πνεύμα!!!
Η Αγράμπελη γέλασε και ο Καλοσυνάτος πέταξε παιχνιδιάρικα μέσα στο στάβλο. Τα ζώα διασκέδαζαν με τα σκέρτσα του.
-Λοιπόν, σε λίγο θα επιστρέψω στο λυχνάρι μου. Μη με βάλεις στην κρυψώνα. Θα με πας σε ένα καράβι. Θα με δώσεις δώρο στον καπετάνιο. Η θέση μου είναι στο άρωμα της θάλασσας. Εντάξει μικρή Αγράμπελη;
-Εντάξει! Να που θα σου εκπληρώσω εγώ τελικά μία ευχή!
Όλα τα ζώα γέλασαν δυνατά και ο Καλοσυνάτος πήρε την Αγράμπελη και την ανέβασε στον αέρα για να την ευχαριστήσει!
Η Αγράμπελη σκούπισε με σόδα και νερό το λυχνάρι για να το καθαρίσει και πήρε τον Σοφοκλή παρέα για να πάνε στο λιμάνι. Εκεί βρήκε ένα μεγάλο πλοίο που φόρτωνε ζωοτροφές για μία πολιτεία.
Είδε τον Καπετάνιο και τον πλησίασε.
-Σας παρακαλώ, πάρτε στο καράβι σας αυτό το λυχνάρι. Ανήκει στα πλοία!
Ο Καπετάνιος όταν είδε τα μάτια της Αγράμπελης την ερωτεύθηκε κεραυνοβόλα και δεν ήθελε να τη χάσει! Το πλοίο του όμως θα έφευγε σε λίγες μέρες.
-Κι εσύ που ανήκεις; Τη ρώτησε.
-Στα όνειρα μου!
-Άμα τα όνειρα σου έχουν ταξίδια τότε έλα μαζί μου! Γίνε γυναίκα μου!
Η Αγράμπελη δέχθηκε με χαρά. Ο Σοφοκλής ήταν το γαμήλιο δώρο της αγροτικής οικογένειας στην Αγράμπελη γιατί ήξεραν πόσο πολύ τον αγαπούσε. Στο πλοίο ο Σοφοκλής είχε άφθονο φαγητό, ο Καλοσυνάτος έριχνε ύπνους τρικούβερτους στο λυχνάρι του και η Αγράμπελη με τον Καπετάνιο της, ατένιζαν τον ωκεανό της αμοιβαίας αγάπης τους!
18.8.14
Ποδονίφτης.
Ρούφηξα το παραμύθι σου καλωσυνάτο μου πλάσμα και ένα έχω να πω:Ευχαριστώ που μ αγαπάς :)))
ΔιαγραφήΘα μπορούσε να κάνει καριέρα η ιστορία σου άνετα!!